ομιχλοειδής
Greek Monolingual
ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].
ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].