ὀμιχλοειδής
From LSJ
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
English (LSJ)
ὀμιχλοειδές, mist-like, πυκνώματα Epicur.Ep.2p.54U.:—also ὀμιχλώδης, ες, misty, Ti.Locr.99c, Thphr. CP 5.10.3, Plb.3.84.1, Gal. 15.382, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλοειδής: -ές, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 115· καὶ ὀμιχλώδης, ες, Τίμ. Λοκρ. 99C, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 3, κτλ.· - ὅμοιος πρὸς ὀμίχλην, πλήρης ὀμίχλης.
Greek Monolingual
ὀμιχλοειδής και ὁμιχλοειδής, -ές (Α)
αυτός που μοιάζει με ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμίχλη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].