ομμάτιον
Greek Monolingual
το (Α ὀμμάτιον)
μικρό μάτι, ματάκι
νεοελλ.
1. οφθαλμός, μάτι
2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ὄμμα: ὀμμάτ-ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. του τύπου μαυρομάτης (και κύριο όνομα), γαλανομάτης κ.τ.ό. είναι νεώτερα, από τη λ. μάτι και όχι από το ὄμμα. Άρα το ορθό είναι Μαυρομάτης (μάτι) και όχι Μαυρομμάτης (ὄμμα)].