ὀμμάτιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄμμα, Arist.Phgn. 807b29, al., AP5.129 (Maec.).
German (Pape)
[Seite 332] τό, dim. von ὄμμα, Aeuglein, Arist. physiogn. 3, 46. Vgl. Lob. zu Phryn. 211.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄμμα, Ἀριστ. Φυσιογν. 3. 46, Ἀνθ. Π. 5. 130. -Ἐντεῦθεν καὶ τὸ τῆς συνηθείας ’μάτι.
Russian (Dvoretsky)
ὀμμάτιον: (ᾰ) τό глазок Arst., Anth.