ομοίωμα
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὁμοίωμα) ομοιώ
κατασκεύασμα όμοιο με ένα πρότυπο, απεικόνισμα, εικόνα («τὰ δὲ ἄλλα τούτοις ἐοικέναι καὶ εἶναι ὁμοιώματα», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «ομοίωμα ανθρώπου»
(σκωπτικώς) άνθρωπος που στερείται τών φυσικών ή ηθικών ιδιοτήτων οι οποίες χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο είδος
αρχ.
φρ. «ἐξ ὁμοιώματος» — σύμφωνα με όμοιες περιστάσεις, κατ' αναλογίαν, αναλόγως.