ὁμοερκής, -ές (Α)1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῖς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευερκής].