ὁμοιοκλινής, -ές (Α)1. αυτός που έχει όμοια κλίση2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισοκλινής].