ὁμοιοκλινής
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
ὁμοιοκλινές, of like slope: hence, in the same latitude, of Byzantium and Sinope, Sch.Iamb.Comm.Math.14p.102F.
Greek Monolingual
ὁμοιοκλινής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει όμοια κλίση
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισοκλινής].