ομοιόβιος

Greek Monolingual

ὁμοιόβιος, -ον (ΑΜ)
αυτός που διάγει τον ίδιο βίο με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + βίος (πρβλ. μακρόβιος)].