ομοιότεχνος

Greek Monolingual

ομοιότεχνος, -ον (Α)
αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με έναν άλλο, ομότεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. πολύτεχνος].