ομοιότιμος
Greek Monolingual
ὁμοιότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].
ὁμοιότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].