Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομοιόχρωμος
Greek Monolingual
-η, -ο 1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο 2.βιολ. αυτός που παρουσιάζει το φαινόμενο της ομοιοχρωμίας. επίρρ... ομοιόχρωμα με το ίδιο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ομοι(ο)- + -χρωμος (<χρώμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδαΑκρόπολις].