Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ομομήτριος
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμομήτριος, -ία, -ον, θηλ. δωρ. τ. ὁμοματρία) αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδιαμητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ομ(ο)- +μήτηρ, μητρός+ κατάλ. -ιος. Το επίθ. μήτριος δεν μαρτυρείται (βλ. λ.μητρώος)].