ὁμομήτριος
English (LSJ)
α, ον, (μήτηρ) born of the same mother, ὁ. ἀδελφεός (Att. -φός) Hdt.1.92, 6.38, Pl.Prt. 315a, etc.:—Dor. fem. ὁμοματρία Ar.Ach.790, cf. Nu.1372; ὁμοπάτριοι καὶ ὁμομήτριοι Lys. 32.4.
German (Pape)
[Seite 338] von derselben Mutter, leibliche Geschwister; ἀδελφός, Her. 6, 38; ἀδελφὴ ὁμομητρία, Ar. Ach. 755; Plat. Prot. 314 e u. öfter; Xen. An. 3, 1, 17; Is. 7, 5; Sp.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
né de la même mère, utérin.
Étymologie: ὁμός, μήτηρ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμομήτριος: происходящий от той же матери, единоутробный (ἀδελφός Her., Plut.; ἀδελφή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμομήτριος: -α, -ον, (μήτηρ) ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς μητρὸς γεννηθείς, ὁμ. ἀδελφεὸς (Ἀττ. -φός), Λατ. frater uterinus, Ἡρόδ. 1. 92., 6. 38, Πλάτ. Πρωτ. 314Ε, κλ.· ὁμοματρία ἀδελφὴ Ἀριστοφ. Ἀχ. 790, πρβλ. Νεφ. 1372· ὁμοπάτριοι καὶ ὁμομήτριοι Λυσ. 894. 11R. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 172, 184.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ὁμομήτριος, -ία, -ον, θηλ. δωρ. τ. ὁμοματρία)
αυτός που έχει γεννηθεί από την ίδια μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ιος. Το επίθ. μήτριος δεν μαρτυρείται (βλ. λ. μητρώος)].
Greek Monotonic
ὁμομήτριος: -α, -ον, γεννημένος από την ίδια μητέρα, Λατ. frater uterinus, σε Ηρόδ., Πλάτ.·, Δωρ. θηλ. ὁμοματρία, ὁμοματρία ἀδελφή, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὁμομήτριος, η, ον
born of the same mother, Lat. frater uterinus, Hdt., Plat.; ὁμοματρία ἀδελφή Ar.