ομπρελοθήκη

Greek Monolingual

και ομβρελλοθήκη, η
1. ειδική θήκη για τοποθέτηση τών ομπρελών
2. μικρό έπιπλο όπου τοποθετούνται οι ομπρέλες για να στεγνώσουν.