ομφαλοειδής

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀμφαλοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ομφαλό κατά το σχήμα, ο στρογγυλός σαν τον ομφαλό, ο ομφαλωτός.
επίρρ...
ομφαλοειδώς
με σχήμα όμοιο με του ομφαλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμφαλός + -ειδής].