ομφαλόρροια

Greek Monolingual

η
ιατρ. εκροή πύου ή άλλων φλεγμονωδών υγρών από τον ομφαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + -ρροια (< ῥέω), πρβλ. αιμόρροια].