ομόδουλος
Greek Monolingual
-η, -ο θηλ. και -ος (ΑΜ ὁμόδουλος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ομόδουλος
δούλος που ανήκει στον ίδιο αφέντη μαζί με άλλους
νεοελλ.-μσν.
(για κτήμα) αυτός που υπόκειται στην ίδια φορολογία
αρχ.
αυτός που έχει ερωτευθεί μαζί με άλλον την ίδια γυναίκα.
επίρρ...
ὁμοδούλως (Μ)
όπως οι ομόδουλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δοῦλος.