ομόπνους

Greek Monolingual

ὁμόπνους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που βρίσκεται σε σύμπνοια, σε συμφωνία, σε ομόνοια με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πνοῦς (< πνέω), πρβλ. μεγαλό-πνους].