ὁμόπολις και ποιητ. τ. ὁμόπτολις, ὁ, ἡ (Α)αυτός που είναι από την ίδια πόλη με κάποιον άλλο, της ίδιας πόλης, συμπολίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πόλις.