ομόστυλος

Greek Monolingual

-η, -ο
(για άνθη) αυτός που έχει ισομήκεις στύλους με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homostylous < ομ(ο)- + στύλος].