ονειρώδης

Greek Monolingual

-ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, -ῶδες) όνειρος
αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός
νεοελλ.
ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος.
επίρρ...
ονειρωδώς
με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά.