ὀνειρώδης
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὀνειρώδες, dream-like, Philostr.VA7.14.
German (Pape)
[Seite 346] ες, traumartig, träumerisch, Tzetz. ad Lycophr. 113.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνειρον, Φιλόστρ. 295.
Greek Monolingual
-ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, -ῶδες) όνειρος
αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός
νεοελλ.
ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος.
επίρρ...
ονειρωδώς
με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά.