Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ονηγός
Greek Monolingual
ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός) οδηγός όνου, ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὄνος+ -ηγός (<ἄγω), πρβλ.πλο-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].