Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀνοκόπος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται μυλόπετρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. θυροκόπος.