ονομαστήρια

Greek Monolingual

ὀνομαστήρια, τὰ (Α)
επέτειος της ημέρας κατά την οποία πήρε κάποιος το όνομά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ὀνομαστήριος (< ὀνομάζω + επίθημα -τήριος, πρβλ. κολαστήριος)].