ο (Α ὀνοματοθέτης)αυτός που δίνει όνομα σε κάποιον ή σε κάτινεοελλ.1. ανάδοχος, νονός2. αυτός που ασχολείται με την επιστημονική ή τεχνική ονοματοθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -θέτης (< τίθημι), πρβλ. ωροθέτης.