νονός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός)
παράνυμφος, κουμπάρος
νεοελλ.
1. ο ανάδοχος σε βάπτιση
2. άνθρωπος του υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός της νύχτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nonnus «πατέρας, τροφός». Οι τ. συνδέονται με αρχ. νέννος «θείος ή παππούς»].