νονός

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός)
παράνυμφος, κουμπάρος
νεοελλ.
1. ο ανάδοχος σε βάπτιση
2. άνθρωπος του υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός της νύχτας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. nonnus «πατέρας, τροφός». Οι τ. συνδέονται με αρχ. νέννος «θείος ή παππούς»].