ονοματοκρατία
Greek Monolingual
η
(φιλοσ.) νομιναλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του αγγλ. nominalism < λατ. nominal (< nomen, -inis «όνομα»)+ -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
η
(φιλοσ.) νομιναλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. του αγγλ. nominalism < λατ. nominal (< nomen, -inis «όνομα»)+ -ισμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].