νομιναλισμός
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
Greek Monolingual
ο
1. (φιλοσ.) φιλοσοφική δοξασία του ύστερου μεσαίωνα σύμφωνα με την οποία τα είδη υπάρχουν μόνο με τις λέξεις και διά μέσου» αυτών, ενώ οι καθολικές έννοιες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη και είναι απλά λεκτικά σύμβολα χωρίς υπόσταση και έτσι ο νούς δεν μπορεί να συνθέσει μια μοναδική έννοια ή είδωλο που να ανταποκρίνεται σε οποιοδήποτε καθολικό ή γενικό όρο, αλλ. ονοματοκρατία
2. (οικον.) θεωρία κατά την οποία το χρήμα δεν πρέπει να έχει πραγματική εσωτερική αξία, αλλά μόνο την ονομαστική αξία που δίνεται συμβατικά σ' αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nomimalism < λατ. nominal < nomen, -inis «όνομα» + -ισμός].