ονοματολογικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ονοματολογία («ονοματολογικό σύστημα»).
επίρρ...
ονοματολογικώς και -ά
με ονοματολογικό τρόπο, από την άποψη της ονοματολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματολογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Π. Χιώτη].