ονοματολογία
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
Greek Monolingual
η
1. το σύνολο τών όρων ενός επιστημονικού ή τεχνικού κλάδου, ορολογία («ιατρική ονοματολογία»)
2. η διερεύνηση, διευκρίνηση και εξήγηση τών ονομασιών τών διαφόρων μερών ή τών τμημάτων που συγκροτούν ένα σύνολο (α. «ονοματολογία του οπλοπολυβόλου» β. «ονοματολογία τών ιατρικών οργάνων»)
3. κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη συλλογή, κατάταξη και ετυμολογική προέλευση προσωπωνυμίων και τοπωνυμίων.
4. γλωσσ. η επιστήμη που μελετά τα ονόματα και τις ονομασίες σε όλες τις χρήσεις τους
5. φρ. «επιστημονική ονοματολογία» — σύστημα ονοματοθεσίας και ονοματοποιίας που αφορά τους όρους διαφόρων επιστημονικών κλάδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. onomatologie (< όνομα + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1787 στον Κ. Ι. Ζαβίρα].