ονοματομανία

Greek Monolingual

η
ιατρ. ακατάσχετη μανιώδης ενασχόληση με τις λέξεις και τα ονόματα από κάθε άποψη, η οποία μπορεί να προσλάβει ακόμη και τη μορφή ιδεοληψίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onomatomania (< όνομα + μανία). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Δαν. Φιλιππίδη].