ὀξυντήρ, ἡ (ΑΜ)(για μαχαιρίδιο) αυτός που οξύνει, που καθιστά κάτι οξύ, που ακονίζει κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. ξυραντήρ)].