Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαχαιρίδιο

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

το (ΑM μαχαιρίδιον) μάχαιρα
μικρό μαχαίρι, μαχαιράκιμύρον καὶ μαχαιρίδιον θυτικόν», Ευστ.)
νεοελλ.
1. ο σουγιάς
2. μικρό χειρουργικό μαχαίρι, νυστέρι
3. φρ. «μαχαιρίδιο ηλεκτρικό» — χειρουργικό όργανο με το οποίο προκαλείται τομή ή πήξη τών ιστών με ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας.