Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οξυτελής
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής εντομολ.γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων μσν.-αρχ. αυτός που λήγει σε οξύ άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ.<οξυ- + -τελής (<τέλος), πρβλ. ημιτελής].