οξυχλωριούχος

Greek Monolingual

-α, -ο
(για χημ. ένωση) αυτός που αποτελείται από οξυγόνο, χλώριο και ένα άλλο στοιχείο (α. «οξυχλωριούχα ένωση» β. «οξυχλωριούχος φωσφόρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Χρηστομάνο].