οξυωπίας

Greek Monolingual

ὀξυωπίας, -ου, ὁ (Α)
αυτός που έχει δυνατή όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. -ίας (πρβλ. μυωπίας)].