Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀξυωπίας, -ου, ὁ (Α)αυτός που έχει δυνατή όραση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξυωπός / ὀξυωπής + κατάλ. -ίας (πρβλ. μυωπίας)].