ὀξύπυκνος, -ον (Α)φρ. «ὀξύπυκνος φθόγγος» — φθόγγος κατά έναν τόνο οξύτερος του πυκνού, μία από τις τρεις κατηγορίες τών κινούμενων φθόγγων.