Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οξύρρινος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον) αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος ζωολ.γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες. [ΕΤΥΜΟΛ.<οξυ- + -ρρινος (<ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύρρινος].