οπισθέλκουσα

Greek Monolingual

η
φυσ. δύναμη που αντιτίθεται στην κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + έλκουσα μτχ. του ρ. έλκω].