ὀπισθοπόρος, -ον (Α)αυτός που πορεύεται από πίσω, αυτός που ακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. πεζοπόρος.