οπλιστής

Greek Monolingual

ὁπλιστής και δωρ. τ. ὁπλιστάς, ὁ (Α) οπλίζω
1. πολεμιστής
2. ως επίθ. α) αυτός που οπλίζει, που αρματώνει, που ετοιμάζει
β) αυτός που αποτελείται από όπλα
3. φρ. «ὁπλιστής κόσμος» — η σκευή οπλίτη, η πανοπλία.

Russian (Dvoretsky)

οπλιστής: дор. ὁπλιστάς, οῦ adj. m служащий вооружением, боевой (κόσμος Anth.).