παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ᾶ;adj. m. dor.qui sert d'équipement ou d'armure.Étymologie: ὁπλίζω.
ὁπλιστάς: οῦ adj. m дор. = *ὁπλιστής.