Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
-ή, -ό (ΑΜ ὀπωρικός, -ή, -όν) οπώρααυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οπώρανεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το οπωρικό(ν)φρούτο, εδώδιμος καρπός οπωροφόρου δένδρουμσν.οπωρινόςαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπωρικήονομασία φαρμάκου για τη δυσεντερία.