Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
οπωρινός
Greek Monolingual
ὀπωρινός, -ή, -όν (Α) οπώρα αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποχή της οπώρας ή αυτός που γίνεται κατά την εποχή της οπώρας («μηδὲ μένειν τε οἶvov νέον καὶ ὀπωρινὸν ὄμβρον», Ησίοδ.).