τοη φρουκτόζη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + σάκχαρο(ν). Η λ., στον λόγιο τ. ὀπωροσάκχαρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω. Τρικαλιανό].