ορειχαλκουργός

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που κατεργάζεται τον ορείχαλκο, κατασκευαστής ορειχάλκινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορείχαλκος + -ουργός (< έργο), πρβλ. σιδηρ-ουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής].