ορείχαλκος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
Greek Monolingual
ο (Α ὀρείχαλκος)
μεταλλικό κράμα χαλκού και ψευδαργύρου το οποίο έχει χρώμα κίτρινο, λευκοκίτρινο ή υπέρυθρο, επιδέχεται στίλβωση και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για την κατασκευή διαφόρων σκευών, τεμαχίων μηχανών, όπλων και στη διακοσμητική, αλλ. μπρούντζος ψευδαργύρου
αρχ.
ως επίθ. ορειχάλκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + χαλκός. Πρόκειται για προσδιοριστικό σύνθ., που έχει σχηματιστεί κατά το πρότυπο τών σύνθ. με β' συνθετικό έναν ρηματ. τ. (πρβλ. ορει-βάτης κ.λπ.). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. orichalcum / aurichalcum) και στη συνέχεια οι ξένες γλώσσες. Η γρφ. της λ. και τών παραγώγων της (πρβλ. ορειχαλκίτης: aurichalcite) με -au- αντί -ο- οφείλεται στην παρετυμολ. σύνδεση με το λατ. aurum «χρυσός»].