ορθόπνους

Greek Monolingual

ὀρθόπνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
ορθοπνοϊκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πνους (< πνοή), πρβλ. μικρόπνους].